θαλασσόβια

θαλασσόβια
θαλασσόβιος
living on
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στεγανόποδα — Ομάδα πουλιών, που παλιότερα αποτελούσε ιδιαίτερη τάξη, αλλά σήμερα έχει κατανεμηθεί σε πολλές άλλες, γιατί πολλά από τα πουλιά που την αποτελούν διαφέρουν μεταξύ τους σε σημαντικά χαρακτηριστικά. Τα σ. έχουν στα κάτω άκρα ένα είδος παλάμης: τα… …   Dictionary of Greek

  • προχορδωτά — Ομάδα χορδωτών ζώων χωρίς κρανίο, στην οποία ανήκουν τα ουροχορδωτά ή χιτονόζωα, καθώς και τα κεφαλοχορδωτά. Τα π. είναι ζώα αμφιπλευροσυμμετρικά και θαλασσόβια. Το κεντρικό νευρικό τους σύστημα είναι τοποθετημένο στο νότιο τμήμα της νωτιαίας… …   Dictionary of Greek

  • ζωογεωγραφία — Κλάδος της ζωολογίας που ασχολείται με την κατανομή των ζώων στην επιφάνεια της Γης και στα νερά. Για τις έρευνές της, η ζ. συνεργάζεται με άλλες επιστήμες, όπως με τη φυσική γεωγραφία (με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το κλίμα, την ωκεανογραφία, την… …   Dictionary of Greek

  • προσωβράγχια — (prosobranchiata). Γαστερόποδα μαλάκια, που έχουν τα αναπνευστικά τους όργανα (βράγχια) στο μπροστινό μέρος της καρδιάς τους. Oνομάζονται και στρεπτόνευρα ή στρεψίνευρα. Είναι ζώα συνήθως θαλασσόβια, με κέλυφος, και με πόδι που έχει μεταβληθεί σε …   Dictionary of Greek

  • τελεόσαυρος — (teleosaurus). Γένος ζώων που έχει εκλείψει. Ανήκε στην οικογένεια των τελεοσαυριδών. Τα ζώα αυτά είχαν κρανίο που στένευε απότομα μπροστά στα μάτια και έπαιρνε σχήμα ρύγχους. Τα δόντια τους ήταν άλλα μακριά και άλλα κοντά, στη σειρά ένα μακρύ… …   Dictionary of Greek

  • τρηματοφόρα — Τάξη πρωτόζωων, της ομοταξίας των ριζόποδων ή, σύμφωνα με μερικούς ζωολόγους, ιδιαίτερη ομοταξία. Τα τ., που υποδιαιρούνται σε 45 οικογένειες, οι οποίες περιλαμβάνουν συνολικά περισσότερα από 16.000 είδη, είναι συχνά μικροσκοπικοί οργανισμοί, οι… …   Dictionary of Greek

  • μεσοζωικός αιώνας — Υποδιαίρεση του γεωλογικού χρόνου που προηγείται του καινοζωικού και έπεται του παλαιοζωικού αιώνα. Ο μ.α., που ονομάζεται και δευτερογενής, διήρκεσε περίπου 120 εκατομμύρια έτη και υποδιαιρείται, από κάτω προς τα άνω, στις περιόδους τριασική (40 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”